Monday, December 28, 2009

Ω! έλατο,ω έλατο...

Αν η ελληνική μυθολογία την προσωποποιούσε σε μια θεότητα,έστω και ήσσονος διαμετρήματος χωρίς βωμούς και ιερά αφιερωμένα σε αυτή,θα της εξασφάλιζε χιλιάδες πιστούς,εν αντιθέσει προς τη χριστιανική ηθική που την πολέμησε κατατάσσοντας την στα αμαρτήματα,γεννώντας με αυτόν τον τρόπο ένα διαρκές αίσθημα ενοχής στους παραβάτες.
Κι όμως,περισσότερο η συμπάθεια ταιριάζει σε όσους ομνύουν στην κενή δόξα,λατρεύοντας τον θεό των ανούσιων πραγμάτων μιας και η ματαιοφροσύνη ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση,θάλποντας την κουφότητα των πόθων μας και παραπλανώντας τη συντομία του βίου μας με ασημαντότητες.
Αλλά και όταν οδηγούμαστε σε πιο ευγενικές εκφάνσεις αυτής της φύσης όπως είναι ο έρωτας και η τέχνη,διαπιστώνουμε ξανά πως μας διακατέχει το επιλήψιμο κυνήγι του θαυμασμού έτσι όπως υποφώσκει στα σουρμελίδικα βλέφαρα ηδυπαθών ερωμένων ή στις στιλβωμένες λέξεις ζηλωτών της γραφής,σαν εκείνους που σαρκάζει ο Κωνσταντίνος Καβάφης:"...σοφισταί,και στιχοπλόκοι,κι άλλοι ματαιόσπουδοι".
Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν το ότι ακόμα και αυτές τις μέρες των Χριστουγέννων που μας δίνεται η ευκαιρία να επιστρέψουμε για λίγο στην ταπεινότητα,συλλαμβάνουμε τη ματαιοδοξία μας να αναβοσβήνει σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο,φωτίζοντας περιοδικώς έργα και σκέψεις μας.
Σαν έλατο φορτωμένο με αστραφτερά στολίδια και κάθε λογής διακοσμητικά μπιχλιμπίδια,σκεπασμένο από μια χρυσαφένια αχλύ που χαρίζει την πρόσκαιρη λάμψη,συμβάλλει στη γιορτινή ατμόσφαιρα με την πλησιφαή του παραμυθία.
Κρίμα μόνο που κάτω από τα πλουμιστά κλαδιά του δεν υπάρχει κανένα δώρο για να μας δώσει λίγη χαρά.

Sunday, December 20, 2009

Σκυφτός στα καφενεία,στους δρόμους σκεφτικός

Ξαναέβλεπα τις προάλλες τον κλέφτη των ποδηλάτων και στάθηκα σε μια σκηνή,όχι ιδιαιτέρως σημαντική για την πλοκή του έργου,εκεί όπου ένας νέος συμβουλεύεται μια αγύρτισσα για κάποιο ερωτικό του θέμα,έχοντας αδήριτη την ανάγκη των υποτιθέμενων προρρήσεων της.
Η σιμωνία χλευάζεται ακροθιγώς,απεικάζοντας την ευπιστία των απελπισμένων όμως δεν είναι αυτό το στοιχείο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον αλλά η απάντηση που του δίνεται.Σαν μια άλλη Πυθία,χωρίς να του λέει ξεκάθαρα πως δεν υπάρχουν ελπίδες,τον συναινεί να πάψει να τσαπίζει σε άγονο χωράφι και όταν αυτός αποδεικνύεται αμβλύνους,ο χρησμός της αποβάλλει το ένδυμα της ασάφειας για να δηλωθεί απροκάλυπτα πως το πρόβλημα είναι η δυσμορφία του.
"Είσαι άσχημος παιδί μου" του επαναλαμβάνει,αφήνοντάς τον εμβρόντητο,δίνοντας έτσι τη χαριστική βολή στην,κατησχυμμένη πια,εγγενή φιλαυτία.
Συνηθίζουμε να λέμε πως ο βρεγμένος τη βροχή δεν την φοβάται όμως γι' αυτούς που η φύση στάθηκε φειδωλή στα δώρα της μια τέτοια ψύχραιμη αποδοχή της κατάστασης υπονομεύεται από έναν πικρό αυτοσαρκασμό που μυκτηρίζει νυχθημερόν το μαράζι τους-Οι παρασούσουμοι κομπιάζουν στην κριτική του βλέμματος,σκύβουν το κεφάλι για να αποφύγουν τις σιωπηλές βαθμολογήσεις της ωραιότητας,σκέφτονται διαρκώς μια άλλη,πιο δίκαιη,πραγματικότητα όπου τους προσφέρονται απλόχερα τα θέλγητρα του Γανυμήδη.
Ασφαλώς συνιστά μια οχληρή μεμψιμοιρία η καταγγελία της άνισης κατανομής του κάλλους,αν η τελευταία δεν αποτελούσε απλώς την εφελκίδα μιας υποδόριας πληγής που εξελίσσεται σε απόστημα με δυσάρεστα συμπτώματα,καθώς η χρόνια περιφρόνηση τρέφει και συντηρεί τόσο τη χολική διάθεση όσο και την ψευδαίσθηση μιας άλλης ομορφιάς,ψυχικής και πνευματικής.Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο παραπειστικό μιας και οι δυσειδείς δηλώνονται περιέργως ως οι κύριοι εκπρόσωποι μιας συναισθηματικής ειλικρίνειας.Είναι πρωτίστως έντιμοι και φιλαλήθεις,μέσα τους εμφωλεύουν τα πιο λεπτά και ευγενικά αισθήματα.
Και αν,παρ'ελπίδα,κάποιο βράδυ δύο αισθαντικά μάτια προσηλωθούν πάνω τους με λάγνα διάθεση,ανταποκρίνονται με προθυμία στο κάλεσμα,ντύνοντας όμως την πολύφερνη αλήθεια τους με λόγια δάνεια και απατηλά.